θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… … Dictionary of Greek
Χάβρη — (Le Havre). Πόλη (199.388 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σεν Μαριτίμ. Βρίσκεται στο άκρο του ποταμόκολπου του Σηκουάνα και είναι το κυριότερο γαλλικό λιμάνι στη Μάγχη και το δεύτερο της χώρας μετά τη Μασσαλία. Η πόλη, που την ίδρυσε το 1516 … Dictionary of Greek